νικοτινίαση

νικοτινίαση
η
ιατρ. το σύνολο τών συμπτωμάτων που προκαλούνται από το χρόνιο κάπνισμα και οφείλονται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην περιεχόμενη νικοτίνη στον καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικοτίνη + -ίαση*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νικοτινισμός — ο η νικοτινίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinism (βλ. νικοτίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”